Παραιτούμαι

Είναι κάποιες μέρες στη δουλειά θανατηφόρες. Θέλεις να φύγεις επιτόπου και να μη γυρίσεις πίσω. Ψυχραιμία.

Φλώρα 2

Δεν παίζεται ο άνθρωπος. Είναι τρελός. Ούτε βγάζω άκρη μαζί του. Αφεντικό για κλωτσιές και γέλια. Μα τι θέλει επιτέλους από τη ζωή μου; Δουλεύω σα σκυλί, έχω όλη την ευθύνη της κουζίνας, υπερωρίες απλήρωτες, μείωση μισθού, άχνα δε βγάζω και πάλι γκρινιάζει και με κατηγορεί σε κάθε ευκαιρία.

Η δουλειά πάει καλά. Εντάξει, δε διώχνουμε κόσμο αλλά γεμίζει το μαγαζί. Δεν του άρεσε το μενού – το αλλάξαμε. Ψωνίζει τα φτηνιάρικα και θέλει ποιότητα. Μοστράρει το κατεψυγμένο για φρέσκο και του φταίει ο μάγειρας για τη γεύση. Ε, δεν είμαι ο μάγος της κατσαρόλας. Ας το πάρει απόφαση και να αφήσει τις μαλακίες.

Στην αρχή έβαλε κάποιες προσφορές. Μόλις τράβηξε κόσμο τότε μείωσε τις μερίδες. Ο πελάτης καταλαβαίνει την κοροϊδία και αλλάζει στέκι. Όταν άνοιξε καινούργιο εστιατόριο ακριβώς απέναντί μας άφρισε από το κακό του. Ο κόσμος μοιράστηκε κι αυτός τα΄βαλε μαζί μου.

Εγώ φταίω για όλα. Ενδεικτικά αναφέρω τι μου καταλογίζει: Γιατί οι ντομάτες είναι κόκκινες, τα ψάρια έχουν λέπια, τα παϊδάκια κόκαλα; Γιατί λερώνω πιάτα; Γιατί ιδρώνω πάνω από την κατσαρόλα; Ααα…θα χώσω το κεφάλι του στη φριτέζα με το καυτό λάδι. Όχι, καλύτερα να τον κλειδώσω μέσα στον καταψύκτη παρέα με τα καλαμαράκια λάστιχο που έτσι και τα βάλεις στο στόμα σου δε μένει σφράγισμα στη θέση του.

Δε μιλούσα…δε μιλούσα κι έγινε η έκρηξη. Άφησα σύξυλο το μαλάκα και πέταξα την ποδιά μου. «Βγάλτα πέρα μόνος σου» του είπα και έφυγα από το μαγαζί. Έκλαιγα και γέλαγα στο δρόμο. Ούτε ξέρω τι θα κάνω από εδώ και πέρα. Και τότε μου΄ρθε μια ιδέα. Θα μου πάρω παγωτό και θα με πάω βόλτα στο πάρκο της γειτονιάς.