Ιουν
16
Υπάρχει μια Πόλη
Ο Φλάβιος διάβασε ένα ξεχωριστό βιβλίο και το παρουσιάζει με το δικό του τρόπο. «Κωνσταντινούπολη – Η Πόλη που με ακολουθεί.» Στέλιος Χ. Αντωνιάδης. Καλοτάξιδο!
Υπάρχει μια Πόλη, δακτυλίδι στο Βόσπορο, καρδιά βυζαντινή. Φυλές του κόσμου σκορπίστηκαν στις γειτονιές, δούλεψαν και αυγάτισαν φαμίλιες. Λάτρεψε ο καθένας το δικό του θεό και όλοι μαζί γιορτάζανε και όλοι μαζί ξορκίζανε το φόβο του διωγμού.
Η ρίζα μου τρεις γενιές βαθιά θαμμένη στο χώμα της Ανατολής. Καππαδοκία και Κωνσταντινούπολη ενώθηκαν στη μήτρα της μάνας μου. Έμεινε πίσω ο νερόμυλος και το βιβλίο με τα γιατροσόφια του προγόνου μου. Χρόνια μετά πέρασα την πόρτα με τη μαρμάρινη επιγραφή. Φιλόξενοι άνθρωποι με κέρασαν λουκούμια και αράπικα φιστίκια.
Να κλείσω τα μάτια, άλλο να μη ιδώ, δικά μου χώματα, χάθηκαν όλα.
Ο παππούς, φοράει ίσια το φέσι στο κεφάλι, κρατάει το μπαστούνι του και ξεχνιέται στον περιστερώνα. Έχουμε φασαρίες. Φυλαχτείτε. Νύχτα στο Γεντικουλέ κάποιος σφαλίζει την πόρτα του με έπιπλα βαριά. Εισβολή. Ο άντρας πέφτει χτυπημένος στο πάτωμα. Έβαλαν σκοπό να μας ξεριζώσουν. Υπομονή. Θα ηρεμήσουν τα πράγματα. Θα κοπάσει και θα ξεχαστεί ο θυμός. Ήρθε το καλοκαίρι. Η μητέρα ετοιμάζει το γκιότσι, ρούχα και έπιπλα, για το εξοχικό στη Χάλκη. Ιδρώνουν οι χαμάληδες. Ζορίζεται ο αραμπάς. Φτάνουμε.
Μπαχάρια έρωτες κάτω από τη σκιά των πεύκων. Κορίτσι ντροπαλό, φοβισμένο, πρόθυμο. Δροσερό αϊράνι το πρώτο φιλί. Μουσικές της δύσης και σφιχτά αγκαλιάσματα. Αγάπες του καλοκαιριού κι η βάρκα μου να πλέει στη θάλασσα. Καπετάνιος και ψαράς. Εγώ και το ποδήλατο μου σε βόλτες μακρινές, κυρίαρχος του κόσμου. Γύρισα πίσω, τα΄ψαξα, μα δε τα βρήκα.
Να κλείσω τα μάτια, άλλο να μη ιδώ, δικά μου χώματα, χάθηκαν όλα.
Βαρλίκι, φόρος βαρύς, γκιαούρηδες πληρώστε. Όσοι δεν μπόρεσαν εξόριστοι στο Άσκαλε έσκαβαν δρόμους μες στα χιόνια. Και στο στρατό να μη φορεί ο Έλληνας τη στολή του Τούρκου στρατιώτη. Να ξεχωρίζει ο φίλος από τον εχθρό. Μα στη γειτονιά μου ζούσαμε όλοι μονιασμένοι. Ερχόταν ο Τούρκος τα Χριστούγεννα στο σπίτι μας με γλυκά, φιλούσε ο Τουράνης το χέρι του πατέρα με ευγνωμοσύνη. Ζήσαμε καλά, ανάμεσα ο φόβος, μετά πάλι ησυχία.
Άκουγα ιστορίες. Εκεί στο ξύλινο σπίτι, στο Τοπχανά, η γιαγιά μου διάβαζε βίους αγίων. Η μουσουλμάνα νοικάρισσα είδε στον ύπνο της παπάδες να της δείχνουν το υπόγειο. Κατέβηκε ο παππούς με εργάτες και σκάψανε τα ντουβάρια. Βγήκε στο φως αγίασμα και εικόνες βυζαντινές.
Στο Τζιχανγκίρ μεγάλωσα, θαλασσινό λουλούδι, όμορφα χαμογελώ στις αγκαλιές. Αγάπη κι έγνοια στο βλέμμα των γονιών. Κόσμος μαγικός κι εγώ ο μάγος. Ανακαλύπτω. Φιλοσοφία και τέχνες. Δάσκαλοι φάροι της γνώσης δίπλα μου. Όλα μου δόθηκαν πλούσια. Όλα τα γεύτηκα μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μέχρι τη στιγμή που άδειασε το ποτήρι και φάνηκε στον πάτο το φευγιό μου.
Να κλείσω τα μάτια, άλλο να μη ιδώ, δικά μου χώματα, χάθηκαν όλα.
Στρατιώτης με κεφάλι ξυρισμένο. Σκληρή εκπαίδευση και η απειλή της δυσμενής μετάθεσης γραμμένη στο χαρτί, αριθμός τρία, έτοιμος για τα ρωσοτουρκικά σύνορα, γλιτώνω τελευταία στιγμή. Επιστρέφω στην Πόλη μου για να φύγω οριστικά λίγα χρόνια αργότερα.
Πήρα μαζί μου τα πολύτιμα. Άνθρωποι όμορφοι και γλυκές στιγμές. Φαγητό στην παραλία. Ζεστοί και κρύοι μεζέδες. Γεύσεις θεϊκές και ξελογιάστρες. Ο Γασκώνος Άντζελο μας διασκέδαζε στο μαγαζί του με τραγούδια κι ανέκδοτα. Η μαντάμ Μαρί γέμιζε τα λευκά σύκα της Σμύρνης με ψημένα φουντούκια.
Ο εβραίος πουλούσε δαντέλες και κλωστές. Ο σιμιτζής τραγανά κουλούρια. Οι λεπλεμπιτζίδες αφράτα στραγάλια. Μπακλαβατζίδικα και πικάντικα λαχματζούν, σαλέπι και μποζάς για τον ουρανίσκο. Φρέσκο γιαούρτι με μπόλικο καϊμάκι. Φράουλες από το Αρναούτκιοϊ, αγκινάρες από το Μπαϊράμ Πασά, νεράτζια, μούρα – το περιβόλι του θεού κι εγώ κλαδί στο δέντρο του.
Να κλείσω τα μάτια, άλλο να μη ιδώ, δικά μου χώματα, χάθηκαν όλα.
Ελλάδα! Ακούω, διαβάζω, μιλώ τη γλώσσα μου. Εδώ τουρκόσπορος και στην Τουρκία Έλληνας ξένος. Γίνεται η Χούντα. Αλλάζει η χώρα. Αλλάζουν τα πράγματα. Τα πόδια μου ενώνουν δυο χώρες, ανάμεσα το Αιγαίο, στέκομαι στον αέρα. Γυρίζω το βλέμμα. Βλέπω την Ακρόπολη. Εδώ θα μείνω. Γυρίζω το βλέμμα από την άλλη μεριά. Κωνσταντινούπολη, χαϊδεμένη του Βόσπορου, έχασα το δρόμο της επιστροφής. Η Πόλη που με ακολουθεί είναι μαρμαρωμένο δάκρυ στην άκρη του ματιού μου.
Σπουδές, ταξίδια, γνωριμίες. Συνεχίστηκε η ζωή αλλά δε ξέχασα. Νύχτες πριν κλείσω τα μάτια, άγγελος βυζαντινός, με κουβαλάει στο Βέφα. Εκεί στην εκκλησία με το κλειδί ανοίγω την εικόνα και κάνω την ευχή μου. Να μη χαθεί η Πόλη μου στις ορδές των βαρβάρων. Να μη ξεχαστεί η Πόλη μου στο πέρασμα του χρόνου.
Κι εγώ με το δικό μου νου να ταξιδεύω στο Πέρα φορώντας το καινούργιο μου κουστούμι και το καρό καπέλο με το φτερό στο πλάι. Κι εγώ να αποκαλύπτω τα ιερά πρόσωπα των αγίων στους τοίχους της Αγια Σοφιάς, να προσκυνώ τους τάφους των προγόνων μου, να ψέλνω στην εκκλησία – όπως άλλοτε τις Κυριακές. Κι ύστερα να επιστρέψω στο πατρικό μου σπίτι και εκεί στην ταράτσα να φτιάξω το δικό μου περιστερώνα. Να πετάξουν τα πουλιά και να φιλιώσουν οι λαοί. Τα καλοκαίρια να ρίχνω τη βάρκα μου στη θάλασσα. Δε φοβούμαι τον άνεμο. Φοβούμαι την απανεμιά λίγο πριν ξεκινήσει η μπόρα.
Να ανοίξω τα μάτια, κι άλλα να ιδώ, δικά μου χώματα μοσχοβολούν ακόμα.
«Κωνσταντινούπολη – Η Πόλη που με ακολουθεί.» Στέλιος Χ. Αντωνιάδης. Εκδόσεις Τσουκάτου. Μάρτιος 2013