Μάι
19
Αίμα, τιμή, χρυσή πορδή
Σήμερα ο Φλοξ είναι συγκινημένος. Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των ποντίων ετοιμάζεται να καταθέσει στεφάνι. Όμως κάτι πάει στραβά…
Εγώ είμαι πόντιος κι έτσι εξηγούνται πολλά πράγματα. Το πείσμα, το πάθος, τα νεύρα…Η ράτσα μας είναι δυνατή. Η ιστορία μας πονεμένη. Μιλούσε ο παππούς για τη χαμένη πατρίδα. Έφτιαχνε η γιαγιά πιροσκί κι ωτία να γλύφεις τα δάκτυλά σου. Έπαιζε ο κεμεντζές, ζωντάνευε η ανατολή, ωχ…κι αμάν αμάν…η κόρ΄ επήεν σο παρχαρ΄…Χρύσανθε.
Στην πλατεία του χωριού μου υπάρχει μνημείο για τη προσφυγιά. Μαζευτήκαμε σήμερα για να καταθέσουμε στεφάνια και έγινε ο κακός χαμός.
Που πας χρυσαύγουλο με το μακρύ μαλλάκι; Βγάλε τα κατασκοπικά γυαλάκια σου μαυροφορεμένο μου να διαβάσεις κανένα βιβλίο ιστορίας. Λίμαν Φον Σάντερς λέγανε τον Γερμαναρά που κατέστρωσε το σχέδιο εξόντωσης των ποντίων. Πρόβες έκανε ο στρατηγός με τα τάγματα εργασίας και τις λευκές πορείες – να δει πόσο θέλει για να ψοφήσει ο άνθρωπος. Πήρε ιδέες, άνοιξε η όρεξή του και χρόνια μετά την πλήρωσαν οι Εβραίοι.
Στη γειτονιά μου, μικρή μου Μόσχα, ζήσανε πρόσφυγες, καπνεργάτες και αριστεροί. Η πείνα θέρισε αλλά το σώμα άντεξε. Άντεξε και η ψυχή. Κρατήστε το στεφάνι για τη δική σας ταφόπλακα. Στην πλατεία του συνοικισμού μου, το άγαλμα της Ποντίας μάνας, δε φοράει γερμανικές μπότες.