Μην αγγίζεις ξένα πράγματα

Ανέκδοτο διήγημα από τη συλλογή «Πιάσε κόκκινο»

Θα του δείξει η Λούλου του μαλάκα. Θα δει με ποια τόλμησε να τα βάλει. Όχι κανείς δεν πηδάει τη Λούλου στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και την παρατάει σύξυλη στην εθνική οδό. Ούτε το βρακί της δεν πρόλαβε να πάρει, το έψαξε μέσα στα σκοτάδια, μα την άρχισε στο βρισίδι, έβαλε μπρος τη μηχανή, κόντεψε να την πάρει σβάρνα. Κομμάτια θα την έβρισκαν και ο φταίχτης άφαντος.

Να γυρίσει πίσω ξεβράκωτη δεν την πείραζε όσο οι γρατσουνιές στα πόδια της. Καλύτερα να πονέσει να ματώσει, αντέχει το πετσί της, μα εκείνα τα λεπτά σημάδια, θέλουν μέρες να σβήσει η ασχήμια τους. Με το φως της μέρας θα κοιταχτεί στον καθρέπτη προσεκτικά για να μετρήσει τις μελανιές. Λαιμό και βυζιά τη δάγκωνε ο λιμασμένος, πουτάνα τη φώναζε, θα σε σκίσω. Βρώμαγε το χνώτο του, βάσταγε την ανάσά της, μα καιγόταν να μάθει: «ξέρεις τη μάνα μου…τι πουλάς…πες τι πουλάς…σου μοιάζω…μπορεί να είσαι εσύ ο πατέρας μου…πες μου».

Αν δεν τον τρέλαινε με τις ηλίθιες ερωτήσεις της θα βάσταγε περισσότερο, δεν καταλάβαινε τι γύρευε το βρομοθήλυκο, ποιο πατέρα έψαχνε και τι σχέση μπορεί να είχε με τη μάνα της. Να γαμήσει ήθελε και μετά να συνεχίσει το δρόμο του. Περαστικός βρέθηκε, στη μέση του πουθενά, σταμάτησε να βάλει βενζίνη και να φάει κάτι πρόχειρο.

Μπήκε στο μαγαζί και είδε μια ξεδοντιάρα γριά με λιγδιασμένα ρούχα. Πλησίασε απειλητικά προς το μέρος του. Κρατούσε μια τανάλια: «δοντάκι…πονάει κανένα δοντάκι;» Έκανε δυο βήματα πίσω, γέλασε φοβισμένα, έχει γούστο να του κάνει καμιά ζημιά η τρελόγρια, άλλη όρεξη δεν είχε μεσημεριάτικα. Και τι παράξενο μέρος, πρώτη φορά σταματούσε, κι ούτε το θυμόταν, χρόνια τώρα κάνει την ίδια διαδρομή.

Η γριά τον μέτρησε πατόκορφα, ζύγισε τα γούστα και το πορτοφόλι του και μετά φώναξε τη Λούλου, να εξυπηρετήσει τον πελάτη. Η Λούλου είχε τα νεύρα της, πάντα είχε τα νεύρα της, μα μόλις τον είδε η φωνή της μαλάκωσε και σύρθηκε χαδιάρικα προς το μέρος του. Παρά την αναθεματισμένη ζέστη το κουστούμι του έδειχνε ατσαλάκωτο. Στην πραγματικότητα ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και θα έδινε τα πάντα για ένα δροσερό μπάνιο.

Ρώτησε αν υπάρχει τρόπος να ρίξει νερό στο πρόσωπό του. Η Λούλου τον οδήγησε στο επάνω όροφο, πέρασαν το στενόμακρο διάδρομο με τη φθαρμένη ταπετσαρία στους τοίχους, και του έδειξε την πόρτα του μπάνιου. Όση ώρα πλενόταν βρήκε την ευκαιρία να ψαχουλέψει τη τσάντα του. Κλασσική δερμάτινη τσάντα εμπορικού αντιπροσώπου, γεμάτη χαρτιά και διαφημιστικά φυλλάδια, εταιρείας άχρηστων προϊόντων, σε τιμή ευκαιρίας. Διάλεξε ένα φτηνιάρικο στυλό με σπασμένο καπάκι και το έχωσε στην τσέπη της. Δεν την πήρε χαμπάρι. Αργότερα θα το φυλάξει με τα υπόλοιπα στο μπαουλάκι της…

Θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου. Γιατί όχι; Ταιριάζει η ηλικία του. Εξηντάρης σίγουρα. Του μοιάζω, έχουμε τα ίδια χρώματα, τα ίδια γαμημένα χρώματα.

Η γριά λέει ότι είναι η μάνα της, δεν την πιστεύει, δεν πιστεύει τίποτα από όσα ξερνάει το στόμα της. Άσε που δεν έχει τίποτα δικό της. Κάτι στο πρόσωπο ή στο κορμί να δηλώνει την ίδια ρίζα. «Ποιος είναι ο πατέρας μου μωρή;», τη ρωτούσε, «βγάλε το σκασμό αναθεματισμένο…θα φύγω…στον αγύριστο να πας…θα τον βρω….σκατά στα μούτρα σου…». Τη στρώνει στη δουλειά και αυτή δεν κάνει τίποτα, μόνο κάθεται στο ταμείο και μαζεύει το χρήμα. Μασούρια τα χαρτονομίσματα φυλαγμένα κάτω από το στρώμα της.

Η Λούλου θέλει να φύγει. Όχι θέλει να μείνει. Η Λούλου δεν ξέρει τι θέλει πραγματικά. Αν έβρισκε τον πατέρα της ίσως να άλλαζε η ζωή της. Όλα τα έχει σκεφτεί, να διώξουν τη γριά και να κρατήσουν το μαγαζί. Καλύτερα να πουλήσουν το μαγαζί και να φύγουν στην πόλη. Όχι στην πόλη. Τρομάζει με τη φασαρία. Θα προτιμούσε να ζήσει κοντά στη θάλασσα. Μπορεί να παντρευόταν ναυτικό και να τον περίμενε από τα μακρινά ταξίδια του, λυπημένη στο λιμάνι, και οι γλάροι να πετούν τριγύρω. Το είδε σε μια ταινία, πολύ συγκινητική, έκλαψε του σκασμού για τα θλιμμένα μάτια της πρωταγωνίστριας.

Το μαγαζί τους, βενζινάδικο, μπακάλικο, ξενώνας, κολαστήριο δυο ψυχών που αλληλοσπαράζονται στην ερημιά της εθνικής οδού. Προσφέρουν δυνατό καφέ για να διώξουν οι φορτηγατζήδες τη νύστα τους και ομελέτα με πικάντικο σαλάμι που καίει σα το διάβολο. Η γριά δεν αφήνει ποτέ το ταμείο, ρίχνει κανέναν υπνάκο στα όρθια, ενώ η Λούλου χωμένη στη κουζίνα σιχτιρίζει τη μοίρα της.

Αν σκάσει μύτη κανένας κουστουμαρισμένος πωλητής τρίβεται καυλιάρικα πάνω του μέχρι να χωθεί στο αμάξι για να πηδηχτεί μαζί του. Γούστα και χατίρια δε χαλάει σε κανέναν. Όχι πως φτιάχνεται, αλλά γυρεύουν εκείνη την ώρα απάντηση οι εφιάλτες της. Μερικοί γελάνε και άλλοι γίνονται βίαιοι, ο κάθε άνθρωπος έχει τα βίτσια του, περισσεύει η προστυχιά τους.

Θυμώνει τότε η Λούλου και βγαίνει η επιθυμία για εκδίκηση. Πριν φύγουν για πάντα, χωρίς να κρατήσουν λόγια και υποσχέσεις, κλέβει κάτι ασήμαντο από τα πράγματα τους. Κάτι που δεν το παίρνουν χαμπάρι. Γεμίζει το μπαουλάκι της με παράταιρα αντικείμενα και το κρατάει κρυμμένο στο υπόγειο – εκεί δεν κατεβαίνει η γριά, δεν τη βαστούν τα πόδια της. Ελέγχει καθημερινά το περιεχόμενο, τα τακτοποιεί με ευλάβεια, συχνά θυμάται τη δική τους διαφορετική ιστορία…

Ο μοβ πλαστικός αναπτήρας. Πωλητής ορθοπεδικών υλικών. Θα ρωτήσει ένα φίλο του τσακάλι αστυνομικό. Το περιτύλιγμα σοκολάτας. Πωλητής ειδών υγιεινής. Γνωρίζει ένα μέντιουμ που τα βρίσκει όλα. Άδειο πακέτο από τσιγάρα. Πωλητής γνωστού εκδοτικού οίκου. Προσφέρθηκε να την υιοθετήσει γιατί ξέρει από ορφάνια. Οδοντογλυφίδα σε ατομική συσκευασία. Πωλητής γεωργικών μηχανημάτων. Δεν έταξε τίποτα. Κοιμήθηκε στο πρώτο πεντάλεπτο ανάμεσα στα βυζιά της.

Είμαι μια μικρή κλέφτρα. Κανένας δε με έχει πιάσει. Σχεδόν κανένας. Μια φορά παραλίγο να την πατήσω. «Μην αγγίζεις ξένα πράγματα», μου φώναξε νευριασμένος. Τόσος ντόρος για ένα καλαμάκι του καφέ….

Κλέβει ακόμη και τη γριά. Όταν φωνάζει με τη διαπεραστική φωνή της για να συντομεύει τις δουλειές. Όταν ξεκαρδίζεται στα γέλια με το καινούργιο της φόρεμα. Ντύνεται περίεργα η Λούλου, μόνη διαλέγει και ράβει τα υφάσματα. Έντονα χρώματα και αταίριαστα μεταξύ τους. Ανοιχτά στο μπούστο για να ξεχειλίζει το στήθος και μακριά ίσα με το πάτωμα, να μπερδεύονται ανάμεσα στα πόδια της. Ούτε το πρόσωπο της βάφει, δεν το χρειάζεται, το δέρμα της μοιάζει με ροδάκινο.

Κάτω από τα φρύδια της δυο μάτια πρόθυμα να προσφέρουν τη σκιά τους σε όποιον περαστικό δώσει μια στάλα ελπίδας, ίσως δυο καλά λόγια, να ξεκουραστεί η ψυχή. Μα η ψυχή πληγώνεται, δε βρίσκει την απάντηση που γυρεύει απεγνωσμένα και τότε νιώθει εκείνη τη ταραχή, καθώς πλησιάζει το αντικείμενο, η χαρά να το αρπάξει χωρίς να την καταλάβει κανείς, μέχρι να το κρύψει σε μέρος βέβαιο, μακριά από τον κίνδυνο.

Κάποιες φορές χαρίζει μερικά, όχι σε φίλους, η Λούλου δεν έχει φίλους, μα σταματάνε καμιά φορά στο μαγαζί οικογένειες με μικρά παιδιά. Πλησιάζει διστακτικά προς το μέρος τους, ξετρυπώνει από τις τσέπες «μικρά δωράκια» από το μπαουλάκι της. Χαϊδεύει τρυφερά τα μάγουλά τους, τα αγαπάει, τα ονειρεύεται με το δικό της παράξενο τρόπο κι ας τα ξερίζωσε όσες φορές αρπάχτηκαν στη μήτρα της, χωρίς να θυμάται ποιος έδωσε το σπόρο, ποιος υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει μα δε φάνηκε ποτέ.

Ο άντρας με τη βρώμικη ανάσα τέλειωσε γρήγορα τις δουλειές του στη πόλη. Το μυαλό του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την Λούλου και το παθιασμένο γαμήσι τους. Πρόσεξε ότι έλειπε το στυλό του, δεν έδωσε σημασία, η τσάντα του ήταν γεμάτη από φτηνιάρικα στυλό, κάποια χαρίζει σε πελάτες μαζί με διαφημιστικά της εταιρείας, αναπτήρες, ημερολόγια, χρωματιστές αηδίες που πιάνουν τόπο σε ξεχασμένα συρτάρια.

Αποφάσισε να σταματήσει στην επιστροφή. Θυμόταν το δρόμο. Οδηγούσε γρήγορα και πεινασμένα στην ανάμνηση του κορμιού της. Κι αν άρχιζε πάλι εκείνες τις μαλακισμένες ερωτήσεις για τον πατέρα της, κάτι θα σκαρφιζόταν για να την κρατήσει φρόνιμα στη θέση της.

Έφτασε περασμένα μεσάνυχτα, είδε την πόρτα μισάνοιχτη, η γρια κοιμόταν καθισμένη μπροστά στο ταμείο. Ένιωσε πάλι εκείνη την παράξενη ανησυχία καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Άκουσε θόρυβο από την κουζίνα, γύρισε πίσω, μια μυρωδιά τρύπησε τα ρουθούνια του. Η Λούλου έφτιαχνε ομελέτα με πικάντικο σαλάμι που καίει σα το διάβολο.

Γύρισε. Ήταν ο μόνος που γύρισε. Γι αυτό μπλέχτηκα στη παγίδα του. Ξέχασα τα σημάδια του. Πίστεψα τα ψέματά του. Ήθελε μόνο να με τελειώσει από τον πόνο, να με γεμίσει πάλι γρατσουνιές και σημάδια…

Έμεινε κάμποσες μέρες στο δωμάτιο με θέα στον ακάλυπτο, ακριβώς απέναντι από το μπάνιο. Η γριά ζήτησε ολόκληρο μηνιάτικο και μετά έδωσε το κλειδί. Η Λούλου ξετρύπωσε καινούργια σεντόνια από τη ντουλάπα της, πετσέτες και μια χνουδωτή κουβέρτα. Άνοιξε τη βαλίτσα του και τακτοποίησε τα ρούχα, δυο κουστούμια, πουκάμισα και κάμποσες μεταξωτές γραβάτες.

Ο άντρας έφευγε το πρωί για την πόλη και γυρνούσε νωρίς το απόγευμα. Περνούσε μπροστά από τη γριά βρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια του και έβρισκε τη Λούλου στο κρεβάτι να περιμένει με πόδια ορθάνοιχτα. Χωρίς πολλές κουβέντες χιμούσε πάνω της, «ποιος είσαι πες μου ποιος είσαι…ο πατερούλης σου είμαι…πες το μου πάλι…ο πατερούλης γύρισε στη κορούλα του». Έκλαιγε από χαρά κι ας μάτωνε η σάρκα της. Τα καλά κοριτσάκια δε λένε ποτέ όχι στο μπαμπάκα….

Παράτησε το μαγαζί για χάρη του. Αφήνιασε η γριά από το κακό της. Χτυπούσε λυσσασμένη την πόρτα για να σταματήσουν, στρίγκλιζε να κατέβει στην κουζίνα. Έφευγαν οι πελάτες αγανακτισμένοι από την καθυστέρηση, έπεσαν τα κέρδη και λιγόστεψαν τα μασούρια κάτω από το στρώμα της. Μια δυο φορές βγήκε ο άντρας με τα βρακιά κατεβασμένα και την απείλησε με τη λωρίδα του. Ταράχτηκε και παραλίγο να σκοτωθεί στις σκάλες, μα αργά το ίδιο βράδυ του πρότεινε μια καλή συμφωνία…

Σιγά το ψέμα που ξεφούρνισε, είχε πει χειρότερα στη ζωή της, βεβαίωσε τη Λούλου, «είναι ο πατέρας σου ….ο πατερούλης δε θα ξαναφύγει…αν είσαι φρόνιμη μαζί του». Πήρε το χρήμα μπροστά, λογάριασε και τη χασούρα των προηγούμενων ημερών, πλήρωσε ο άντρας με τη βρώμικη ανάσα, δάγκωνε με περισσότερη λαιμαργία το δέρμα ροδάκινο.

Πέρασε ο μήνας και ο άντρας ζορίστηκε με το πορτοφόλι του, τελικά δεν άξιζε το κόπο, σκέφτηκε, αύξησε την ταρίφα η γρια, άρχισαν οι πρώτες γκρίνιες. Καιρός να την κοπανήσει για πάντα πάνω που η Λούλου έκανε πρόθυμα τα χατίρια του, τα πιο βρώμικα που κατέβαζε ο νους του. Πάνω που ηρέμησε η ψυχή της και καταλάγιασε η επιθυμία να αγγίζει ξένα πράγματα.

Κλέφτης μέσα στη νύχτα έφυγε, τελευταία στιγμή άκουσε τα βήματά του στις σκάλες η Λούλου, κατάλαβε, έτρεξε ξοπίσω, έβριζε η γρια στο ταμείο, ζητούσε να ξοφλήσει τον υπόλοιπο λογαριασμό, θα ξανάρθω της έλεγε, άρπαξε τη βαλίτσα του, έδωσαν μάχη, του έκλεψε μια ξεχασμένη γραβάτα, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, χωρίς να την καταλάβει, έβαλε μπρος τη μηχανή και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Απαρηγόρητη έπεσε στο κρεβάτι περιμένοντας το θάνατο, παράτησε πάλι τις δουλειές, πήγαινε το μαγαζί κατά διαόλου. Σταματούσαν οι περαστικοί, φορτηγατζήδες και πωλητές, ζητούσαν ζεστό καφέ και ομελέτα με σαλάμι που καίει σα το διάολο, τα μπάλωνε η γριά, έβρισκε δικαιολογίες, μη χάσει τους πελάτες. «Σήκω μωρή που βάλθηκες να με καταστρέψεις», της φώναζε, «σήκω άμυαλη δεν ήταν ο πατέρας σου, το κέφι του έκανε με το παραπάνω».

Ψεύτικος πατερούλης, ψεύτικες υποσχέσεις, θυμώνει η Λούλου και εκδικείται τον ψεύτη, χωρίς έλεος, αρκεί να πέσει πάλι στα χέρια της. Τίποτα δε θα αφήσει όρθιο. Θα του κλέψει τα πάντα, σημαντικά κι ασήμαντα. Να τον πονέσει, να τον αφήσει γυμνό στην ερημιά της εθνικής οδού. Στα σκοτάδια να παλεύει για να βρει το δρόμο και μια βοήθεια. Να μη τη βρει. Να πεθάνει από το κρύο και να τον κατασπαράξουν τα άγρια θηρία.

Κατέβηκε στο υπόγειο, άνοιξε το μπαουλάκι της, τα βρήκε όπως πάντα τοποθετημένα στη σωστή τους θέση. Θα φτιάξει το καλύτερό της φόρεμα. Κόβει επιδέξια δυο κομμάτια ύφασμα και τα ενώνει πρόχειρα. Ανοιχτό μπούστο για να λευτερώνονται τα βυζιά της, μακρύ ίσα με το πάτωμα, πάνω του ράβει και στερεώνει τα λάφυρά της. Διαφημιστικά φυλλάδια, στυλό, αναπτήρες, πλαστικά ποτήρια, τσιμπιδάκια για τα μαλλιά.

Τι παράξενο φόρεμα! Ντύθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Χαμογέλασε ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Πως δεν το είχε σκεφτεί τόσο καιρό; Μα ναι, έτσι φτιαγμένη θα πάρει το δρόμο για την πόλη, αφήνοντας μια για πάντα το καταραμένο μέρος. Ούτε οι στριγκλιές της γριάς δεν μπόρεσαν να την αποθαρρύνουν ούτε τα αυτοκίνητα που περνούσαν με φόρα δίπλα της χωρίς να σταματούν στο νόημά της. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «θα φτάσω με τα πόδια στην πόλη, θα ψάξω τον πατερούλη, αν δεν τον βρω θα συνεχίσω, στην επόμενη, μέχρι να βρεθεί, ακόμη και αν χρειαστεί να ψάξω όλες τις πόλεις του κόσμου».