Κίτρινο

Ανέκδοτο ποίημα από τη συλλογή «Χρώματα»

Ο Πολεμιστής κοίταξε από ψηλά την απέραντη έκταση του κάμπου. Μήνας του θέρους και χρύσιζαν τα στάχυα στα δάκτυλα του ήλιου. Μάζεψε μια μεγάλη αγκαλιά και γύρισε τρέχοντας να ανταμώσει τη Γυναίκα. Μα δεν τη βρήκε. Έσκυψε στο ποτάμι και τη φώναξε, απάντηση καμιά. Κοιμήθηκε απογοητευμένος δίπλα στην όχθη.

Μέσα στο κίτρινο
ήχος βουβός.
Πλέκω στεφάνι
κυλάει το δάκρυ.
Έφτασες νύχτα
κλειστά τα βλέφαρα.
Κρατάω το ψέμα σου
δική μου αλήθεια.
Ρίχνεις καρπό
σκάβω στο χώμα.
Φιλί Ανάμνηση
μη λησμονάς.
Χέρια γεμάτα
πλούτο μου χάρισες.
Με άδεια μάτια
διπλά με πρόδωσες.
Τέλειωσε ο δρόμος
δώσε μου βήματα.
Φύσηξε θάνατος
μη με σκορπάς.

Μην αγγίζεις ξένα πράγματα ›